ἀκαθαρσία

ἀκαθαρσία
-ας + N 1 24-4-16-5-14=63 Lv 5,3(bis); 7,20.21(bis); 15,3(bis)
physical and ritual impurity Lv 7,20.21; menstrual impurity Lv 15,3; moral im-purity Wis 2,16; cultic impurity caused by idolatry 1 Mc 13,48
→NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκαθαρσία — ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc/acc dual ἀκαθαρσίᾱ , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίᾳ — ἀκαθαρσίαι , ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθαρσία — η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος] 1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά 2. λεκές, λέρα 3. τα έμμηνα* νεοελλ. κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανα αρχ. 1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ακαθαρσία — η βρομιά, ρυπαρότητα: Οι δρόμοι γέμισαν ακαθαρσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαθαρσίας — ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc pl ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία uncleanness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαι — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc pl ἀκαθαρσίᾱͅ , ἀκαθαρσία uncleanness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαν — ἀκαθαρσίᾱν , ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσιῶν — ἀκαθαρσία uncleanness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίαις — ἀκαθαρσία uncleanness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίη — ἀκαθαρσία uncleanness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαθαρσίην — ἀκαθαρσία uncleanness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”